- παραπληρωματικοῦ
- παραπληρωματικόςexpletivemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκομος — (I) ἐπίκομος, ον (Α) αυτός που τρέφει πλούσια κόμη, που έχει πλούσια, ωραία μαλλιά. (II) ο φυσιολ. όρος που δηλώνει την ύπαρξη ενός δεύτερου παραπληρωματικού κεφαλιού που η κορυφή του είναι ενωμένη με το κυρίως κεφάλι τού τέρατος … Dictionary of Greek
Αβελλίς, Γκεόργκ — (Georg Avellis, 1864 – 1916).Γερμανός ωτορινολαρυγγολόγος. Με το όνομά του είναι γνωστό το σύνδρομο που μελέτησε. Το σύνδρομο Α. προκαλείται από βλάβη του πνευμονογαστρικού και παραπληρωματικού νεύρου (υπερώιος κλάδος). Εκδηλώνεται με παράλυση… … Dictionary of Greek